

- marchand de chaussures
-
-
- ironmonger βρετ
-
- cheesemonger βρετ
-
- greengrocer βρετ
-
- costermonger βρετ
- marchand de soupe οικ (restaurateur)
-
-
- tobacconist βρετ




-
- marchand(e) αρσ (θηλ)
-
- marchand(e) αρσ (θηλ)
-
- marchand(e) αρσ (θηλ)




-
- marchand(e) αρσ (θηλ)
-
- marchand(e) αρσ (θηλ)
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.