Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
conscience [kɔ̃sjɑ̃s] ΟΥΣ θηλ
1. conscience (morale):
2. conscience (connaissance, intuition):
3. conscience (de collectivité):
5. conscience (lucidité):
στο λεξικό PONS
conscience [kɔ̃sjɑ̃s] ΟΥΣ θηλ
1. conscience sans πλ ΨΥΧ:
3. conscience sans πλ (sens moral):
conscience [ko͂sjɑ͂s] ΟΥΣ θηλ
1. conscience sans πλ ΨΥΧ:
3. conscience sans πλ (sens moral):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.