Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
στο λεξικό PONS
lethargic [lɪˈθɑ:dʒɪk, αμερικ lɪˈθɑ:r-] ΕΠΊΘ
1. lethargic (lacking energy):
- lethargic
-
2. lethargic (drowsy, unwilling to do anything):
- lethargic
-
lethargic [lɪ·ˈθar·dʒɪk] ΕΠΊΘ
1. lethargic (lacking energy):
- lethargic
-
2. lethargic (unwilling to do anything):
- lethargic
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- lesson plan
- lessor
- lest
- let
- let's
- lethargic
- lethargically
- lethargy
- let in
- let off
- let on