Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
clef
clef → clé
I. clé [kle] ΟΥΣ θηλ
1. clé ΤΕΧΝΟΛ (de serrure, mécanisme, conserve):
2. clé (condition, solution):
4. clé ΜΟΥΣ:
II. (-)clé ΣΎΝΘ
III. à la clé ΕΠΊΡΡ (comme enjeu)
IV. clé [kle]
- clef
- clef θηλ
-
- clef θηλ
στο λεξικό PONS
clef [kle] ΟΥΣ θηλ
clef → clé
clé [kle] ΟΥΣ θηλ
-
- clef θηλ
-
- clef θηλ
clef [kle] ΟΥΣ θηλ
clef → clé
clé [kle] ΟΥΣ θηλ
-
- clef θηλ
-
- clef θηλ
-
- clef
-
- clef θηλ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.