I. cléNO [kle], clefOT ΟΥΣ θηλ
1. clé (instrument pour ouvrir):
2. clé:
3. clé (moyen d'accéder à, de connaître):
4. clé ΜΟΥΣ:
6. clé Η/Υ:
II. cléNO [kle], clefOT ΠΑΡΆΘ
III. cléNO [kle], clefOT (atelier, magasin)
-
- Schlüsseldienst αρσ
IV. cléNO [kle], clefOT
V. cléNO [kle], clefOT
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.