denrée [dɑ͂ʀe] ΟΥΣ θηλ
entrée θηλ
-
- Einwechslung θηλ
rentrée [ʀɑ͂tʀe] ΟΥΣ θηλ
1. rentrée ΣΧΟΛ:
2. rentrée ΠΑΝΕΠ:
3. rentrée (après les vacances d'été):
5. rentrée (fait de rentrer):
6. rentrée (somme d'argent):
7. rentrée (mise à l'abri):
-
- Einbringen ουδ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.