I. ouvrage [uvʀaʒ] ΟΥΣ αρσ
1. ouvrage (objet fabriqué):
- ouvrage
- Arbeit θηλ
2. ouvrage (livre):
- ouvrage d'histoire
-
- ouvrage d'histoire
-
3. ouvrage (fortification):
4. ouvrage (travail):
5. ouvrage λογοτεχνικό (œuvre):
- ouvrage du hasard, temps
- Werk ουδ
ιδιωτισμοί:
- ouvrage léger
- Innenausbau αρσ
III. ouvrage [uvʀaʒ]
ouvrage ΟΥΣ
-
- Ingenieurbauwerk ουδ
ouvragé(e) [uvʀaʒe] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.