ouvragé(e) [uvʀaʒe] ΕΠΊΘ
- ouvragé(e) bijou, linge, napperon
-
- ouvragé(e) meuble, bois
-
- ouvragé(e) métal
-
- ouvragé(e) signature
-
I. ouvrage [uvʀaʒ] ΟΥΣ αρσ
2. ouvrage (livre):
3. ouvrage (fortification):
4. ouvrage (travail):
III. ouvrage [uvʀaʒ]
ouvrage ΟΥΣ
-
- Ingenieurbauwerk ουδ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.