II. croix [kʀwa]
II. grand-croix <grands-croix> [gʀɑ͂kʀwa] ΟΥΣ αρσ (personne)
- grand-croix
-
I. rose-croix [ʀozkʀwɑ] ΟΥΣ θηλ sans πλ ΙΣΤΟΡΊΑ
II. rose-croix [ʀozkʀwɑ] ΟΥΣ αρσ αμετάβλ ΙΣΤΟΡΊΑ
- rose-croix
- Rosenkreuzer αρσ
Rose-Croix [ʀozkʀwɑ] ΟΥΣ θηλ ΙΣΤΟΡΊΑ
- Rose-Croix
- Rosenkreuzer Pl
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.