στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. doubtful [βρετ ˈdaʊtfʊl, ˈdaʊtf(ə)l, αμερικ ˈdaʊtfəl] ΕΠΊΘ
1. doubtful (unsure):
- doubtful future, weather
-
- doubtful argument, evidence, result, benefit
-
2. doubtful (questionable):
- doubtful character, past, activity, taste
-
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.