Oxford Spanish Dictionary
doubtful [αμερικ ˈdaʊtfəl, βρετ ˈdaʊtfʊl, ˈdaʊtf(ə)l] ΕΠΊΘ
1.1. doubtful (full of doubt):
- doubtful expression/tone
-
- doubtful expression/tone
-
1.2. doubtful (in doubt):
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.