Oxford Spanish Dictionary
questionable [αμερικ ˈkwɛstʃənəb(ə)l, βρετ ˈkwɛstʃ(ə)nəb(ə)l] ΕΠΊΘ
1. questionable (debatable):
2. questionable (of dubious morality):
- questionable behavior
-
στο λεξικό PONS
questionable [ˈkwestʃənəbl] ΕΠΊΘ
- questionable
-
-
- questionable
questionable [ˈkwes·tʃə·nə·bəl] ΕΠΊΘ
- questionable
-
-
- questionable
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.