Oxford Spanish Dictionary
ENT ΟΥΣ
ENT → ear, nose and throat
ear1 [αμερικ ɪr, βρετ ɪə] ΟΥΣ
1. ear ΑΝΑΤ:
2. ear (sense of hearing):
στο λεξικό PONS
ENT
ENT συντομογραφία: ear, nose and throat
- ENT
-
ear1 [ɪəʳ, αμερικ ɪr] ΟΥΣ
ear ΑΝΑΤ:
ιδιωτισμοί:
ENT
ENT ABBR ear, nose and throat
- ENT
-
ear1 [ɪr] ΟΥΣ
ear ΑΝΑΤ:
ιδιωτισμοί:
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.