στο λεξικό PONS
un·satu·rat·ed [ʌnˈsætʃəreɪtɪd, αμερικ -t̬-] ΕΠΊΘ ΧΗΜ, ΜΑΓΕΙΡ
-
- ungesättigt προσδιορ
I. fat <-tt-> [fæt] ΕΠΊΘ
1. fat (fleshy):
4. fat προσδιορ, αμετάβλ οικ (little):
II. fat [fæt] ΟΥΣ
2. fat no pl (food):
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
unsaturated fat [ʌnˌsætʃreɪtɪdˈfæt] ΟΥΣ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.