στο λεξικό PONS
ˈswim·ming bath(s) ΟΥΣ βρετ dated τυπικ
I. bath [bɑ:θ, αμερικ bæθ] ΟΥΣ
2. bath (water):
3. bath (washing):
4. bath ΙΑΤΡ:
5. bath βρετ, αυστραλ dated (pool):
- baths pl, + ενικ/pl ρήμα
-
II. bath [bɑ:θ, αμερικ bæθ] ΟΥΣ modifier
I. swim <swam [or αυστραλ also swum], swum, -mm-> [swɪm] ΡΉΜΑ αμετάβ
1. swim ΑΘΛ:
2. swim μειωτ (be immersed):
II. swim <swam [or αυστραλ also swum], swum, -mm-> [swɪm] ΡΉΜΑ μεταβ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Παραδείγματα από το διαδίκτυο (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Αναζήτηση στο λεξικό
- swiftly
- swiftness
- swifty
- swig
- swill
- swimming bath swimming baths
- swimming cap
- swimming costume
- swimmingly
- swimming match
- swimming pool