στο λεξικό PONS
prod·uct lia·ˈbil·ity ΟΥΣ ΝΟΜ
lia·bil·ity [ˌlaɪəˈbɪləti, αμερικ -ət̬i] ΟΥΣ
1. liability no pl (legal responsibility):
2. liability ΧΡΗΜΑΤΟΠ (debts):
3. liability ΧΡΗΜΑΤΟΠ (debtors):
- liabilities pl
- Kreditoren pl
prod·uct [ˈprɒdʌkt, αμερικ ˈprɑ:-] ΟΥΣ
1. product (sth produced):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
product liability ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
product liability insurance ΟΥΣ ΑΣΦΆΛ
liability ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.