στο λεξικό PONS
agree·ment [əˈgri:mənt] ΟΥΣ
1. agreement no pl (same opinion):
2. agreement (approval):
3. agreement (arrangement):
4. agreement (contract, pact):
5. agreement ΧΡΗΜΑΤΟΠ (consistency):
6. agreement ΓΛΩΣΣ:
par·tici·pa·tion [pɑ:ˌtɪsɪˈpeɪʃən, αμερικ pɑ:rˌtɪsəˈ-] ΟΥΣ no pl
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
participation agreement ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
participation ΟΥΣ
- participation ΑΝΘΡ ΔΥΝΑΜ
- Partizipation θηλ
- participation ΑΝΘΡ ΔΥΝΑΜ
- Teilhabe θηλ
- participation ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.