στο λεξικό PONS
lo·cal an·aes·ˈthet·ic ΟΥΣ ΙΑΤΡ
I. an·aes·thet·ic, αμερικ also an·es·thet·ic [ˌænəsˈθetɪk, αμερικ -ˈθet̬-] ΟΥΣ
II. an·aes·thet·ic, αμερικ also an·es·thet·ic [ˌænəsˈθetɪk, αμερικ -ˈθet̬-] ΕΠΊΘ αμετάβλ
an·es·thet·ic ΟΥΣ αμερικ
anesthetic → anaesthetic
I. an·aes·thet·ic, αμερικ also an·es·thet·ic [ˌænəsˈθetɪk, αμερικ -ˈθet̬-] ΟΥΣ
II. an·aes·thet·ic, αμερικ also an·es·thet·ic [ˌænəsˈθetɪk, αμερικ -ˈθet̬-] ΕΠΊΘ αμετάβλ
I. lo·cal [ˈləʊkəl, αμερικ ˈloʊ-] ΕΠΊΘ
1. local (neighbourhood):
II. lo·cal [ˈləʊkəl, αμερικ ˈloʊ-] ΟΥΣ
1. local usu pl (inhabitant):
2. local βρετ οικ (pub):
3. local:
4. local αμερικ (trade union):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.