Be·rühmt·heit <-, -en> ΟΥΣ θηλ
1. Berühmtheit (Ruf):
Berühmtheit ΟΥΣ
- Berühmtheit (distinguierter, berühmter Mensch) θηλ
-
-
- Berühmtheit θηλ <-, -en>
-
- Berühmtheit θηλ <-, -en>
-
- Berühmtheit θηλ <-, -en>
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.