στο λεξικό PONS
as·sess·ment [əˈsesmənt] ΟΥΣ
1. assessment of damage:
2. assessment (evaluation):
3. assessment (taxation):
4. assessment (judgement):
- assessment ΣΧΟΛ, ΠΑΝΕΠ
-
- ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ staff assessment
-
I. lo·cal [ˈləʊkəl, αμερικ ˈloʊ-] ΕΠΊΘ
1. local (neighbourhood):
II. lo·cal [ˈləʊkəl, αμερικ ˈloʊ-] ΟΥΣ
1. local usu pl (inhabitant):
2. local βρετ οικ (pub):
3. local:
4. local αμερικ (trade union):
assessment ΟΥΣ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
local assessment ΟΥΣ ΑΚΊΝ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.