στο λεξικό PONS
I. liq·uid [ˈlɪkwɪd] ΕΠΊΘ
1. liquid (water-like):
3. liquid προσδιορ ΧΗΜ:
4. liquid (harmonious):
liq·uid ˈlunch ΟΥΣ χιουμ οικ
li·quid ˈsoap ΟΥΣ no pl
ˈliq·uid-cooled ΕΠΊΘ αμετάβλ
liq·uid ˈband·age ΟΥΣ ΙΑΤΡ
-
- Wundkleber αρσ
ˈdish liq·uid ΟΥΣ αμερικ
ˈdish·wash·ing liq·uid ΟΥΣ αμερικ
-
- cooking liquids πλ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
liquid ΕΠΊΘ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
liquid funds ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
highly liquid ΕΠΊΘ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
availability of liquid funds ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
liquid gas [ˌlɪkwɪdˈɡæs] ΟΥΣ
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
Λεξιλόγιο τεχνολογίας ψύξης της GEA
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.