στο λεξικό PONS
Flüs·sig·keit <-, -en> ΟΥΣ θηλ
1. Flüssigkeit (flüssiger Stoff):
2. Flüssigkeit kein πλ (fließende Beschaffenheit):
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
Flüssigkeit ΚΥΚΛΟΦ ΡΟΉ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Παραδείγματα από το διαδίκτυο (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Modernste analytische Geräte und Verfahren zur Untersuchung von Gasen, Flüssigkeiten und Feststoffen kommen im ttz Bremerhaven zum Einsatz.
State-of-the-art analytical equipment and processes for the investigation of gases, liquids and solids are in use at ttz Bremerhaven.