στο λεξικό PONS
frac·tion·al ˈown·er·ship ΟΥΣ no pl
fractional ownership of a private aircraft:
frac·tion·al [ˈfrækʃənəl] ΕΠΊΘ αμετάβλ
own·er·ship [ˈəʊnəʃɪp, αμερικ ˈoʊnɚ-] ΟΥΣ no pl
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
co-ownership by fractional shares phrase ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
ownership ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
ownership ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
ownership ΟΥΣ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Αναζήτηση στο λεξικό
- FRA
- fracas
- fracking
- fractal
- fraction
- fractional ownership
- fractional value insurance
- fractionate
- fraction bar
- fractious
- fractiousness