στο λεξικό PONS
I. ex·treme [ɪkˈstri:m] ΕΠΊΘ
1. extreme (utmost):
II. ex·treme [ɪkˈstri:m] ΟΥΣ
2. extreme μτφ (furthest extent):
I. ex·ˈtreme sport ΟΥΣ
1. extreme sport (individual):
2. extreme sport (collective):
II. ex·ˈtreme sport ΟΥΣ modifier
ex·treme com·ˈmut·ing ΟΥΣ no pl
ex·treme com·ˈmut·er ΟΥΣ
ex·treme ski·er [ɪkˈstri:m-] ΟΥΣ
ex·treme ski·ing [ɪkˈstri:m-] ΟΥΣ
ex·treme com·ˈmute ΟΥΣ
- polar extremes
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
extreme development ΟΥΣ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
extreme point ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
-
- Extrempunkt αρσ
Γλωσσάρι «Κοινωνική ενσωμάτωση και ισότητα δυνατοτήτων» του Γαλλογερμανικού Γραφείου Νέων (OFAJ)
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
extreme case ΠΑΡΑΚΟΛ ΤΗς ΚΥΚΛΟΦ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.