στο λεξικό PONS
eco·nom·ic ac·ˈtiv·ity ΟΥΣ
eco·nom·ic [ˌi:kəˈnɒmɪk, αμερικ -ˈnɑ:m-] ΕΠΊΘ
1. economic προσδιορ, αμετάβλ ΠΟΛΙΤ, ΟΙΚΟΝ:
2. economic (profitable):
activity ΟΥΣ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
economic activity ΟΥΣ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
sector of economic activity ΟΥΣ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
domestic economic activity ΟΥΣ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
high-level economic activity ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
economic ΕΠΊΘ ΚΡΆΤΟς
economic ΕΠΊΘ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
economic activities
economic activity ΟΥΣ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.