στο λεξικό PONS
de·ˈliv·ery van ΟΥΣ
advantage ΟΥΣ
- advantage in terms of efficiency ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
- Effizienzvorteil αρσ
ad·van·tage [ədˈvɑ:ntɪʤ, αμερικ -ˈvæ:nt̬ɪʤ] ΟΥΣ
1. advantage (benefit):
de·liv·ery [dɪˈlɪvəri] ΟΥΣ
1. delivery ΕΜΠΌΡ (of goods):
2. delivery (of mail):
3. delivery (manner of speaking):
5. delivery (birth):
6. delivery ΝΟΜ:
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
delivery ΟΥΣ handel
-
- Einlieferung θηλ
-
- Übergabe θηλ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
van ΕΜΠΟΡ ΜΕΤΑΦ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.