στο λεξικό PONS
con·tin·gent lia·ˈbil·ity ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ
I. con·tin·gent [kənˈtɪnʤənt] ΟΥΣ
1. contingent (group):
2. contingent ΣΤΡΑΤ:
lia·bil·ity [ˌlaɪəˈbɪləti, αμερικ -ət̬i] ΟΥΣ
1. liability no pl (legal responsibility):
2. liability ΧΡΗΜΑΤΟΠ (debts):
3. liability ΧΡΗΜΑΤΟΠ (debtors):
- liabilities pl
- Kreditoren pl
contingent ΕΠΊΘ
- contingent ΦΙΛΟΣ
- kontingent ειδικ ορολ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
contingent liability ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
contingent liability ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
contingent liability participation ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
liability ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.