στο λεξικό PONS
amor·ti·za·tion [əˌmɔ:tɪˈzeɪʃən, αμερικ æˌmɔ:rˈt̬ə-] ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ
I. pe·ri·od [ˈpɪəriəd, αμερικ ˈpɪr-] ΟΥΣ
1. period (length of time):
2. period (lesson):
3. period:
4. period ΓΕΩΛ:
5. period οικ (menstruation):
II. pe·ri·od [ˈpɪəriəd, αμερικ ˈpɪr-] ΟΥΣ modifier
1. period:
2. period (concerning menstruation):
- period cramps, days
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
amortization period ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
period of amortization ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
amortization ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
-
- Abschreibung θηλ
amortization ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
-
- Tilgung θηλ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Αναζήτηση στο λεξικό
- amongst
- amontillado
- amoral
- amorality
- amorous
- amortization period
- amortize
- amortized cost
- amortized mortgage loan
- amount
- amount amount to