στο λεξικό PONS
aver·ment [əˈvɜ:mənt, αμερικ -ˈvɜ:r-] ΟΥΣ ΝΟΜ
ver·min [ˈvɜ:mɪn, αμερικ ˈvɜ:r-] ΟΥΣ pl μειωτ
I. fer·ment ΡΉΜΑ μεταβ [fəˈment, αμερικ fɚˈ-]
II. fer·ment ΡΉΜΑ αμετάβ [fəˈment, αμερικ fɚˈ-]
I. for·mer [ˈfɔ:məʳ, αμερικ ˈfɔ:rmɚ] ΕΠΊΘ προσδιορ, αμετάβλ
dor·mer [ˈdɔ:məʳ, αμερικ ˈdɔ:rmɚ] ΟΥΣ ΑΡΧΙΤ
-
- Mansardenfenster ουδ
charm·er [ˈtʃɑ:məʳ, αμερικ ˈtʃɑ:rmɚ] ΟΥΣ
gen·tle·man ˈfarm·er <pl gentlemen farmers> ΟΥΣ
ˈplate-warm·er ΟΥΣ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Hermes export credit guaranty ΟΥΣ handel
Marché à terme international de France ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
full-time farmer ΟΥΣ
cattle farmer, herder [hɜːdə] ΟΥΣ
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
| I | ferment |
|---|---|
| you | ferment |
| he/she/it | ferments |
| we | ferment |
| you | ferment |
| they | ferment |
| I | fermented |
|---|---|
| you | fermented |
| he/she/it | fermented |
| we | fermented |
| you | fermented |
| they | fermented |
| I | have | fermented |
|---|---|---|
| you | have | fermented |
| he/she/it | has | fermented |
| we | have | fermented |
| you | have | fermented |
| they | have | fermented |
| I | had | fermented |
|---|---|---|
| you | had | fermented |
| he/she/it | had | fermented |
| we | had | fermented |
| you | had | fermented |
| they | had | fermented |
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.