στο λεξικό PONS
Un·ru·he [ˈʊnru:ə] ΟΥΣ θηλ
1. Unruhe (Ruhelosigkeit, fehlende Ruhe):
2. Unruhe (Lärm):
- Unruhe
-
3. Unruhe (ständige Bewegung):
- Unruhe
-
4. Unruhe (erregte Stimmung):
-
- Unruhe θηλ
-
- Unruhe θηλ
-
- Unruhe θηλ
- uneasiness in sb/sth
- Unruhe θηλ bei jdm/etw
-
- Unruhe θηλ
-
- Unruhe θηλ
-
- Unruhe θηλ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.