Unruhe <-, -n> SUBST θηλ
2. Unruhe (ständige Bewegung):
-  Unruhe
-  ταραχή θηλ
3. Unruhe (Besorgnis):
4. Unruhe nur πλ (Krawalle):
-  Unruhe
-  
-  Unruhe
-  
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
