Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. pincé (pincée) [pɛ̃se] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
pincé → pincer
II. pincé (pincée) [pɛ̃se] ΕΠΊΘ
I. pincer [pɛ̃se] ΡΉΜΑ μεταβ
1. pincer (pour faire mal):
2. pincer (attraper):
3. pincer (serrer):
II. pincer [pɛ̃se] ΡΉΜΑ αμετάβ οικ
III. se pincer ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα
1. se pincer (accidentellement):
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.