Oxford Spanish Dictionary
won1 [αμερικ wən, βρετ wʌn] παρελθ & παρελθ part win
I. win <μετ ενεστ winning, παρελθ & μετ παρακειμ won> [αμερικ wɪn, βρετ wɪn] ΡΉΜΑ μεταβ
1. win (gain):
2. win (be victorious in):
II. win <μετ ενεστ winning, παρελθ & μετ παρακειμ won> [αμερικ wɪn, βρετ wɪn] ΡΉΜΑ αμετάβ
won2 ΟΥΣ U ΧΡΗΜΑΤΙΣΤ
- won
- won αρσ
I. win <μετ ενεστ winning, παρελθ & μετ παρακειμ won> [αμερικ wɪn, βρετ wɪn] ΡΉΜΑ μεταβ
1. win (gain):
2. win (be victorious in):
II. win <μετ ενεστ winning, παρελθ & μετ παρακειμ won> [αμερικ wɪn, βρετ wɪn] ΡΉΜΑ αμετάβ
win over ΡΉΜΑ [αμερικ wɪn -, βρετ wɪn -]
win over βρετ also win round (v + o + adv, v + adv + o):
στο λεξικό PONS
won [wʌn] ΡΉΜΑ μεταβ, αμετάβ
won pt, μετ παρακειμ of win
II. win [wɪn] won, won won, won ΡΉΜΑ μεταβ
1. win (be victorious in) lawsuit, competition:
2. win (obtain):
II. win [wɪn] won, won won, won ΡΉΜΑ μεταβ
1. win (be victorious in) lawsuit, competition:
2. win (obtain):
won [wʌn] ΡΉΜΑ μεταβ, αμετάβ
won pt, μετ παρακειμ of win
II. win <won, won> [wɪn] ΡΉΜΑ μεταβ
1. win (be victorious in) lawsuit, competition:
2. win (obtain):
II. win <won, won> [wɪn] ΡΉΜΑ μεταβ
1. win (be victorious in) lawsuit, competition:
2. win (obtain):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.