στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. conficcato [konfikˈkato] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
conficcato → conficcare
II. conficcato [konfikˈkato] ΕΠΊΘ
I. conficcare [konfikˈkare] ΡΉΜΑ μεταβ
1. conficcare (piantare):
2. conficcare (affondare):
II. conficcarsi ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα
1. conficcarsi (penetrare):
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.