στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. compiuto [komˈpjuto] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
compiuto → compiere
II. compiuto [komˈpjuto] ΕΠΊΘ
I. compiere [ˈkompjere] ΡΉΜΑ μεταβ
1. compiere:
2. compiere (portare a termine):
στο λεξικό PONS
I. compiuto (-a) [kom·ˈpiu:·to] ΡΉΜΑ
compiuto μετ παρακειμ di compiere
I. compiere <compio, compii [o compiei], compiuto> [ˈkom·pie·re] ΡΉΜΑ μεταβ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.