

Lü·cke <-, -n> [ˈlʏkə] ΟΥΣ θηλ
1. Lücke (Zwischenraum):
2. Lücke (Unvollständigkeit):
- Lücke
-
- Lücke
-


-
- Lücke θηλ <-, -n>
-
- Lücke θηλ <-, -n>
-
- Lücke θηλ <-, -n>
-
- Lücke θηλ <-, -n>
-
- Lücke θηλ <-, -n>
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.