I. ge·bor·gen [gəˈbɔrgn̩] ΡΉΜΑ
geborgen μετ παρακειμ: bergen
II. ge·bor·gen [gəˈbɔrgn̩] ΕΠΊΘ
ber·gen <birgt, barg, geborgen> [ˈbɛrgn̩] ΡΉΜΑ μεταβ
1. bergen (retten):
ber·gen <birgt, barg, geborgen> [ˈbɛrgn̩] ΡΉΜΑ μεταβ
1. bergen (retten):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.