στο λεξικό PONS
Ab·tei·lung2 <-, -en> ΟΥΣ θηλ kein πλ (Abtrennung)
Con·trol·ling-Ab·tei·lung <-, -en> ΟΥΣ θηλ ΟΙΚΟΝ
PR-Ab·tei·lung [pe:ˈɛr-] ΟΥΣ θηλ
Mul·ti·me·dia-Ab·tei·lung <-, -en> ΟΥΣ θηλ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Abteilung ΟΥΣ θηλ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
Support-Abteilung ΟΥΣ θηλ ΤΜΉΜ
-
- Abteilung θηλ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.