στο λεξικό PONS
Öl <-[e]s, -e> [ø:l] ΟΥΣ ουδ
Öl- und Mi·ne·ral·öl·er·zeug·nis·se ΟΥΣ πλ
- ätherische Öle πλ
-
- pflegerische Öle
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Nicht-Öl-Entwicklungsland ΟΥΣ ουδ ΚΡΆΤΟς
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
Ορολογία μαγειρικής της Lingenio
Öl- und Essigständer ΟΥΣ αρσ ΜΑΓΕΙΡ
Λεξιλόγιο τεχνολογίας ψύξης της GEA
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.