I. bal·sam [ˈbɔ:lsəm] ΟΥΣ no pl
1. balsam (resin):
- balsam
- Balsam αρσ <-s, -e>
2. balsam (soothing substance):
- balsam
- Balsam αρσ <-s, -e>
3. balsam μτφ (soothing influence):
- balsam
- Balsam αρσ <-s, -e> τυπικ
4. balsam (tree):
- balsam
- Balsambaum αρσ
II. bal·sam [ˈbɔ:lsəm] ΕΠΊΘ προσδιορ
- balsam
- wohltuend <wohltuender, wohltuendste>
fri·ar's ˈbal·sam ΟΥΣ no pl
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.