Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. joli (jolie) [ʒɔli] ΕΠΊΘ
1. joli (beau):
- joli (jolie) fille, femme
-
II. joli ΟΥΣ αρσ
στο λεξικό PONS
joli(e) [ʒɔli] ΕΠΊΘ
1. joli (agréable):
joli(e) [ʒɔli] ΕΠΊΘ
1. joli (agréable):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.