Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
doctoresse [dɔktɔʀɛs] ΟΥΣ θηλ παρωχ
docteur [dɔktœʀ] ΟΥΣ αρσ
1. docteur (en médecine):
2. docteur ΠΑΝΕΠ:
docte [dɔkt] ΕΠΊΘ
entorse [ɑ̃tɔʀs] ΟΥΣ θηλ
1. entorse ΙΑΤΡ:
2. entorse (manquement) μτφ:
στο λεξικό PONS
octobre [ɔktɔbʀ] ΟΥΣ αρσ
août [u(t)] ΟΥΣ αρσ
août [u(t)] ΟΥΣ αρσ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.