Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
assumption [βρετ əˈsʌm(p)ʃ(ə)n, αμερικ əˈsəm(p)ʃ(ə)n] ΟΥΣ
1. assumption:
2. assumption (of duty, power):
- assumption
-
Assumption [βρετ əˈsʌm(p)ʃ(ə)n, αμερικ əˈsəm(p)ʃ(ə)n] ΟΥΣ ΘΡΗΣΚ
- Assumption
- Assomption θηλ
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.