Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
associative [βρετ əˈsəʊʃ(ɪ)ətɪv, əˈsəʊsɪətɪv, αμερικ əˈsoʊʃiˌeɪdɪv, əˈsoʊsiˌeɪdɪv, əˈsoʊʃ(i)ədɪv, əˈsoʊsiədɪv] ΕΠΊΘ
storage [βρετ ˈstɔːrɪdʒ, αμερικ ˈstɔrɪdʒ] ΟΥΣ
1. storage (keeping):
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.