doctrin|al (doctrinale) <αρσ πλ doctrinaux> [dɔktʀinal, o] ΕΠΊΘ
- doctrinal (doctrinale) ΘΡΗΣΚ
- doctrinal
- doctrinal (doctrinale) ΠΟΛΙΤ
-
- doctrinal
- doctrinal
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.