Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
pompous [βρετ ˈpɒmpəs, αμερικ ˈpɑmpəs] ΕΠΊΘ
- pompous person
-
- pompeux (pompeuse)
- pompous
-
- pompous
-
- pompous
- grandiloquent (grandiloquente)
- pompous, grandiloquent τυπικ
- logomachie μειωτ
- pompous verbosity
- pompier (pompière)
- pompous
στο λεξικό PONS
- pompeux (-euse)
- pompous
-
- pompous
- pompeux (-euse)
- pompous
-
- pompous
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.