στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
 
  
 taught [βρετ tɔːt, αμερικ tɔt] ΡΉΜΑ παρελθ, μετ παρακειμ
taught → teach
I. teach <παρελθ/μετ παρακειμ taught> [βρετ tiːtʃ, αμερικ titʃ] ΡΉΜΑ μεταβ
1. teach (instruct):
2. teach (impart):
3. teach (as career):
4. teach (as correction) οικ:
III. to teach oneself ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα
self-taught [βρετ ˌsɛlfˈtɔːt, αμερικ ˈˌsɛlf ˈtɔt] ΕΠΊΘ
self-taught person, musician, typist:
-  self-taught
-  
I. teach <παρελθ/μετ παρακειμ taught> [βρετ tiːtʃ, αμερικ titʃ] ΡΉΜΑ μεταβ
1. teach (instruct):
2. teach (impart):
3. teach (as career):
4. teach (as correction) οικ:
III. to teach oneself ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα
-  fruitfully teach
-  
στο λεξικό PONS
 
  
 self-taught ΕΠΊΘ
-  self-taught
-  
 
  
 PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
