στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
handy [βρετ ˈhandi, αμερικ ˈhændi] ΕΠΊΘ
1. handy (useful):
- handy book, index, skill
-
- handy tool
-
2. handy (convenient):
στο λεξικό PONS
handy <-ier, -iest> [ˈhæn·di] ΕΠΊΘ
1. handy:
2. handy (user-friendly):
- handy
-
- handy form, guide
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.