Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
handy [βρετ ˈhandi, αμερικ ˈhændi] ΕΠΊΘ
1. handy (useful):
- handy book, index, skill
-
- handy bag, tool, pocket
-
2. handy (convenient):
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.