spake [αμερικ speɪk, βρετ speɪk] αρχαϊκ past speak
I. speak <παρελθ spoke or αρχαϊκ spake, μετ παρακειμ spoken> [αμερικ spik, βρετ spiːk] ΡΉΜΑ αμετάβ
1.1. speak (say sth):
1.2. speak (on telephone):
2. speak (make speech):
II. speak <παρελθ spoke or αρχαϊκ spake, μετ παρακειμ spoken> [αμερικ spik, βρετ spiːk] ΡΉΜΑ μεταβ
1. speak (say, declare):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.